Κάποτε, ένα κείμενό μου αντιγράφηκε αυτούσιο. Φράση προς φράση, σχεδόν λέξη προς λέξη. Η μόνη τροποποίηση που έγινε, ήταν η αντικατάσταση του ονόματος και του επιθέτου μου, της ιδιότητάς μου, και διάφορων άλλων στοιχείων που, αν παρέμεναν, θα πρόδιδαν τη δική μου ταυτότητα. Η υπόλοιπη δομή, οι σκέψεις, κλτ. παρέμειναν ίδια.
Ήταν μια δυσάρεστη εμπειρία για εμένα, καθώς μου δημιούργησε συναισθήματα αδικίας και απογοήτευσης. Το να γράφεις είναι μια πράξη προσωπική, μια μορφή κατάθεσης του εαυτού σου. Δεν είναι τυχαίο ότι, σύμφωνα με τη βιβλιοθεραπεία, η γραφή έχει θεραπευτική δύναμη, διότι εκφράζει κάτι εσωτερικό, αυθεντικό. Κι όταν κάποιος το αντιγράφει χωρίς σεβασμό και το παρουσιάζει ως δικό του, το πλήγμα δεν είναι απλώς πρακτικό. Δεν παίρνει μόνο το περιεχόμενο. Παίρνει και τον κόπο, τη σκέψη, το συναίσθημα.
Αυτή η εμπειρία μπορεί, ναι μεν, να με σημάδεψε, αλλά με κινητοποίησε. Από τότε φρόντισα να προστατεύσω τις ιστοσελίδες μου, τόσο με σαφείς επισημάνσεις για την προστασία των προσωπικών δεδομένων, όσο και με την προσθήκη ειδικού κώδικα, με σκοπό την αποτροπή της αντιγραφής αποσπασμάτων κειμένου (όπως ήδη θα έχετε παρατηρήσει – τουλάχιστον όσοι με παρακολουθείτε καιρό).
Το περιστατικό αυτό με βοήθησε να καταλάβω και κάτι ακόμη: ποιοι άνθρωποι έχουν θέση στη ζωή μου και για ποιο λόγο. Εκείνοι που με σέβονται και τους σέβομαι. Εκείνοι που εκτιμούν την προσπάθεια, χωρίς να επιδιώκουν συνεχώς να προβάλλονται. Από την άλλη, φρόντισα να απομακρυνθώ από όσους νιώθουν συνεχώς την ανάγκη για αυτοπροβολή, όσους επιδεικνύουν κακία (είτε προς τρίτους είτε και προς τον ίδιο τους τον εαυτό) ή υιοθετούν τον ρόλο του “θύματος” απλώς και μόνο για να τραβούν την προσοχή (ή για άλλους λόγους, που δεν χρειάζεται να αναφερθούν εδώ).
Δεν μετανιώνω. Αντιθέτως, είμαι ευγνώμων. Αν δεν είχε συμβεί αυτό το περιστατικό, σίγουρα δεν θα είχα μάθει να προστατεύομαι και, ίσως, να μην είχα ξεχωρίσει με τόση σαφήνεια τους ανθρώπους που αξίζουν -και θέλουν- να είναι στη ζωή μου.
Αν έμαθα κάτι, είναι πως κάθε δυσκολία κρύβει ένα νόημα. Και συχνά, εκεί που νιώθεις ότι χάνεις, τελικά κερδίζεις κάτι πολύ πιο ουσιαστικό.